φλαμουράριος

φλαμουράριος
ο, ΝΜ
βλ. φλαμμουλάριος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φλαμμουλάριος — και φλαμουράριος, ο, ΝΜ αυτός που φέρει το φλάμμουλο, σημαιοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλάμμουλον / φλάμουλον + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius), πρβλ. πλακουντ άριος. Ο τ. φλαμουράριος με αφομοιωτική τροπή του λ σε ρ ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”